- ουριδυλικός
- -ή, -όφρ. «ουριδυλικό οξύ»(βιοχ.) νουκλεοτίδιο που είναι φωσφορικός εστέρας τής ουριδίνης και δομική μονάδα τού ριβονουκλεϊκού οξέος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. uridylique acide (< ουριδίνη* + -yl- + -ique)].
Dictionary of Greek. 2013.